λουτροχοος

λουτροχοος
    λουτροχόος
    λουτρο-χόος
    I
    эп. λοετροχόος 2
    служащий для нагревания воды для мытья
    

(τρίπους Hom.)

    II
    ὅ раб-банщик Hom., Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λουτροχοος" в других словарях:

  • λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… …   Dictionary of Greek

  • λοετροχόον — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem acc sg λουτροχόος pouring water into the bath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοετροχόοι — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοετροχόος — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοετροχόους — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοετροχόων — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοετροχόῳ — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουτροχόοι — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουτροχόους — λουτροχόος pouring water into the bath masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοετροχόος — λοετροχόος, ον (Α) (επικ.τ.) βλ. λουτροχόος …   Dictionary of Greek

  • λουτροχοώ — λουτροχοῶ, έω (Α) [λουτροχόος] χύνω νερό στον λουτήρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»